- ακατάσκοπος
- ἀκατάσκοπος, -ον (AM) [κατασκοπῶ]αρχ.εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί να δει κανείς (Κλήμ. Μ. 8.657b)μσν.1. εκείνος που δεν φαίνεται, ο απαρατήρητος«ἐν ἀκατασκόπῳ βαπτίσαι αὐτὴν δυνηθῶμεν»2. ανέλπιστος, απροσδόκητος.
Dictionary of Greek. 2013.