ακατάσκοπος

ακατάσκοπος
ἀκατάσκοπος, -ον (AM) [κατασκοπῶ]
αρχ.
εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί να δει κανείς (Κλήμ. Μ. 8.657b)
μσν.
1. εκείνος που δεν φαίνεται, ο απαρατήρητος
«ἐν ἀκατασκόπῳ βαπτίσαι αὐτὴν δυνηθῶμεν»
2. ανέλπιστος, απροσδόκητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀκατάσκοπον — ἀκατάσκοπος masc/fem acc sg ἀκατάσκοπος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατασκόπου — ἀκατάσκοπος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατασκόπῳ — ἀκατάσκοπος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”